- ὀνθολόγος
- ὀνθολόγος, ὁ,A dung-gatherer, cj. Koechly for ἀνθολόγος, Man.4.259.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονθολόγος — ὀνθολόγος, ὁ (Α) αυτός που μαζεύει την κοπριά ζώων, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + λόγος*] … Dictionary of Greek
ὀνθολόγοι — ὀνθολόγος dung gatherer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek